ατερμάτιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ατερμάτιστος
- που δεν τερματίστηκε, ατέλειωτος, απεραίωτος
- ο αγώνας που έδινε για χρόνια ήταν ατερμάτιστος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη τέρμα