ατιμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀτιμάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατιμάζω < αρχαία ελληνική ἀτιμάζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.tiˈma.zo/

ατιμάζω (παθητική φωνή: ατιμάζομαι)

  1. ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να στερήσω από κάποιον την τιμή και υπόληψή του
     συνώνυμα: εξευτελίζω, ντροπιάζω, προσβάλλω
  2. (ειδικότερα) ξεπαρθενιάζω, ξεπαρθενεύω ή βιάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]