αττικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αττικίζω < αρχαία ελληνική ἀττικίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αττικίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αττικίζουσα
- αττικίζων
- αττικισμός
- αττικιστής
- αττικιστικός
- αττικίστρια
- ψευδοαττικισμός / ψευδαττικισμός
- → δείτε τη λέξη Αττική