αυτοαπασχολούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αυτοαπασχολούμενος < μετοχή ενεστώτα του αυτοαπασχολούμαι < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-employed
Μετοχή
[επεξεργασία]αυτοαπασχολούμενος, -η, -ο
- που αυτοαπασχολείται, που δεν έχει εργοδότη αλλά δουλεύει σε δική του δουλειά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοαπασχολούμενος