self-employed

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
self-employed < self- + employed

Επίθετο

[επεξεργασία]

self-employed (en) (χωρίς παραθετικά)