αυτοδιοικούμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυτοδιοικούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αυτοδιοικούμαι
Μετοχή
[επεξεργασία]αυτοδιοικούμενος
- που αυτοδιοικείται
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοδιοικούμενος
|