αὐτεπάγελτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτεπάγελτος < αὐτός + ἐπαγγέλλομαι

Επίθετο

[επεξεργασία]

ὁ, ἡ αὐτεπάγελτος,ον