αὐτοσχέδιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ὁ, ἡ αὐτοσχέδιος, το αὐτοσχέδιον
- πρόχειρος, αυτοσχέδιος
- εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (στη μάχη) -κυρίως στα ομηρικά χρόνια
- η αιτιατική του θηλυκού αὐτοσχεδίην, είχε και επιρρηματική χρήση