αὐτοσχεδιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αὐτοσχεδιάζω < αὐτοσχέδιος

αὐτοσχεδιάζω

  1. επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κάνω κάτι χωρίς να έχω προετοιμαστεί, εκ των ενόντων, με ό,τι βρω
  2. κάνω κάτι με πρόχειρο τρόπο, προχειρολογώ, κρίνω επιπόλαια

Συγγενικά

[επεξεργασία]