βεντετισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βεντετισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική vedettisme < vedette (βεντέτα) + -isme (-ισμός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βεντετισμός αρσενικό
- το να βεντετίζει κάποιος, να φέρεται σαν βεντέτα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βεντέτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βεντετισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)