βιοκαύσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοκαύσιμο ουδέτερο
- (νεολογισμός) καύσιμο που έχει παραχθεί από βιομάζα, π.χ. από την καλλιέργεια ειδικώς τροποποιημένων φυτών