βιονομικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιονομικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bionomic < bionomics < αρχαία ελληνική βίος + νέμω
Επίθετο
[επεξεργασία]βιονομικός