βιονομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bionomics < αρχαία ελληνική βίος + νέμω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιονομία θηλυκό
- η μελέτη των οργανισμών σε σχέση και με το περιβάλλον στο οποίο ζουν
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βιονομικά
- βιονομικός
- → δείτε τις λέξεις βίος και νέμω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)