βλεννόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλεννόρροια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική blennorrhée < αρχαία ελληνική βλέννα + ῥέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλεννόρροια θηλυκό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιβλεννορροιακός
- βλεννορροϊκός
- → δείτε τις λέξεις βλέννα και ρέω