γονόρροια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γονόρροια < (ελληνιστική κοινή) γονόρροια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γονόρροια θηλυκό
- (ιατρική) η βλεννόρροια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γονόρροια
|