βουλίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βουλίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βουλίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]βουλίζομαι
- πέφτω, γκρεμίζομαι
- με τη πολύ βροχή βουλίστηκε ο μιτάτος