βούτομο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βούτομο | τα | βούτομα |
γενική | του | βούτομου | των | βούτομων |
αιτιατική | το | βούτομο | τα | βούτομα |
κλητική | βούτομο | βούτομα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βούτομο ουδέτερο
- (φυτό) κοινή ονομασία για το φυτό Σκίρπος ο λιμναίος, Scirpus lacustris
- (φυτό) κοινή ονομασία για το φυτό Βρύο το κυλινδρικό, του γένους Bryum
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βούτομο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .