γεφυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεφυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γεφυρώνω
Μετοχή
[επεξεργασία]γεφυρωμένος, -η, -ο
- που έχει καλυφθεί με γέφυρα
- (μεταφορικά) που έχει συμφιλιωθεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεφυρωμένος
|