γεφυρώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεφυρώνω < αρχαία ελληνική γεφυρόω-γεφυρῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
γεφυρώνω
- συνδέω με γέφυρα δύο σημεία που χωρίζονται από κενό
- (μεταφορικά) επιτυγχάνω τη συνεννόηση μεταξύ δύο πλευρών που χωρίζονται από αντίθετες απόψεις ή συμφέροντα (για έμψυχα)
- κάνω δύο θεωρίες να προσεγγίσουν, δημιουργώ συνδετικό σημείο μεταξύ εννοιών (για αφηρημένες έννοιες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γεφυρώνω | γεφύρωνα | θα γεφυρώνω | να γεφυρώνω | γεφυρώνοντας | |
β' ενικ. | γεφυρώνεις | γεφύρωνες | θα γεφυρώνεις | να γεφυρώνεις | γεφύρωνε | |
γ' ενικ. | γεφυρώνει | γεφύρωνε | θα γεφυρώνει | να γεφυρώνει | ||
α' πληθ. | γεφυρώνουμε | γεφυρώναμε | θα γεφυρώνουμε | να γεφυρώνουμε | ||
β' πληθ. | γεφυρώνετε | γεφυρώνατε | θα γεφυρώνετε | να γεφυρώνετε | γεφυρώνετε | |
γ' πληθ. | γεφυρώνουν(ε) | γεφύρωναν γεφυρώναν(ε) |
θα γεφυρώνουν(ε) | να γεφυρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γεφύρωσα | θα γεφυρώσω | να γεφυρώσω | γεφυρώσει | ||
β' ενικ. | γεφύρωσες | θα γεφυρώσεις | να γεφυρώσεις | γεφύρωσε | ||
γ' ενικ. | γεφύρωσε | θα γεφυρώσει | να γεφυρώσει | |||
α' πληθ. | γεφυρώσαμε | θα γεφυρώσουμε | να γεφυρώσουμε | |||
β' πληθ. | γεφυρώσατε | θα γεφυρώσετε | να γεφυρώσετε | γεφυρώστε | ||
γ' πληθ. | γεφύρωσαν γεφυρώσαν(ε) |
θα γεφυρώσουν(ε) | να γεφυρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γεφυρώσει | είχα γεφυρώσει | θα έχω γεφυρώσει | να έχω γεφυρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις γεφυρώσει | είχες γεφυρώσει | θα έχεις γεφυρώσει | να έχεις γεφυρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει γεφυρώσει | είχε γεφυρώσει | θα έχει γεφυρώσει | να έχει γεφυρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γεφυρώσει | είχαμε γεφυρώσει | θα έχουμε γεφυρώσει | να έχουμε γεφυρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε γεφυρώσει | είχατε γεφυρώσει | θα έχετε γεφυρώσει | να έχετε γεφυρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γεφυρώσει | είχαν γεφυρώσει | θα έχουν γεφυρώσει | να έχουν γεφυρώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεφυρώνω