γεώλοφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεώλοφος < γῆ και λόφος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεώλοφος αρσενικό ( & γήλοφος)

  • λοφίσκος από χώμα