γηπεδοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γηπεδοποίηση | οι | γηπεδοποιήσεις |
γενική | της | γηπεδοποίησης* | των | γηπεδοποιήσεων |
αιτιατική | τη | γηπεδοποίηση | τις | γηπεδοποιήσεις |
κλητική | γηπεδοποίηση | γηπεδοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γηπεδοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γηπεδοποίηση < γηπεδοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γηπεδοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γηπεδοποιώ, η επέκταση φαινομένων των γηπέδων, όπως η άκριτη στοίχιση πίσω από ομάδες, ο φανατισμός, ο χουλιγκανισμός, σε άλλους χώρους, πχ στην πολιτική ζωή
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γηπεδοποιώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γηπεδοποίηση
|