γηπεδοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γηπεδοποίηση οι γηπεδοποιήσεις
      γενική της γηπεδοποίησης* των γηπεδοποιήσεων
    αιτιατική τη γηπεδοποίηση τις γηπεδοποιήσεις
     κλητική γηπεδοποίηση γηπεδοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γηπεδοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γηπεδοποίηση < γηπεδοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γηπεδοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]