γηπεδοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]γηπεδοποιώ (παθητική φωνή: γηπεδοποιούμαι)
- (σπάνιο) (νεολογισμός) μετατρέπω μια έκταση σε γήπεδο
- (σπάνιο) (νεολογισμός) επεκτείνω τα αρνητικά επιφαινόμενα των γηπέδων ή του αθλητισμού (χουλιγκανισμός, βία, οπαδοποίηση κ.λπ.) σε άλλους χώρους, π.χ. στην πολιτική
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γηπεδοποιώ
|