γκαράζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκαράζι | τα | γκαράζια |
γενική | του | γκαραζιού | των | γκαραζιών |
αιτιατική | το | γκαράζι | τα | γκαράζια |
κλητική | γκαράζι | γκαράζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκαράζι ουδέτερο
- άλλη μορφή του γκαράζ
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως για τη γενική του ενικού και τον πληθυντικό και σπανιότερα για την ονομαστική και αιτιατική του ενικού