γκλομπ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκλομπ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γκλομπ ουδέτερο άκλιτο
- ραβδί που χρησιμοποιείται ως όπλο, κυρίως από αστυνομικούς