baton
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]baton (en)
- η μπαγκέτα του μαέστρου
- η σκυτάλη (στο αγώνισμα της σκυταλοδρομίας και μεταφορικά)
- we pass the baton to the next generation - δίνουμε τη σκυτάλη στην επόμενη γενιά
- το γκλομπ του αστυνομικού
- στραταρχική ράβδος
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]baton (eo)