γκουανό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γκουανό < (άμεσο δάνειο) ισπανική guano

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γκουανό ουδέτερο άκλιτο (ενίοτε απαντούν και οι τύποι: του γκουανού, τα γκουανά)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]