περίττωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περίττωμα τα περιττώματα
      γενική του περιττώματος των περιττωμάτων
    αιτιατική το περίττωμα τα περιττώματα
     κλητική περίττωμα περιττώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
περίττωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περίττωμα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /peˈɾi.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρίτ‐τω‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περίττωμα ουδέτερο

  • το στερεό υλικό που αποβάλλεται από άνθρωπο ή ζώο και προέρχεται από το πεπτικό του σύστημα, τα κόπρανα ή οι κουτσουλιές

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

προφορικά ή ανεπίσημα:

περίττωμα ζώου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

περίττωμα < περίσσωμα (μετατροπή του διπλού σίγμα σε διπλό ταυ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

περίττωμα ουδέτερο