γκρεμοτσακισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκρεμοτσακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γκρεμοτσακίζω. Αναλύεται σε γκρεμ(ός) + -ο- + τσακισμένος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɡɾe.mo.t͡sa.ciˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκρε‐μο‐τσα‐κι‐σμέ‐νος
Μετοχή
[επεξεργασία]γκρεμοτσακισμένος
- που τον έχουν ρίξει ή έχει πέσει από ψηλά σε μεγάλο βάθος και έχει τσακιστεί (έμψυχο ή άψυχο)
- (υπερβολή) που έπεσε και χτύπησε πάρα πολύ
- (μεταφορικά) που έχει καταβαραθρωθεί, σε βάθη απόγνωσης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκρεμοτσακισμένος
|