γουργούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουργούρα: (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουργούρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του γουργούρισμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γουργουρίζω
Πηγές
[επεξεργασία]- «γουργούρα» - ⌘ Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»