γουργούρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουργούρισμα < γουργουρίζω + -μα < γουργούρα < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουργούρισμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γουργουρίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουργούρισμα
|