γουστέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουστέρα < γουστερίτσα < σλαβική gusteritsa (βλέπε και σερβικό гу̏штер (gȕšter)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουστέρα θηλυκό
- η πρασινόσαυρα (Lacerta viridis) η οποία στον ελληνικό χώρο συναντιέται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα και σε αρκετό υψόμετρο
- Ούτε τα δέντρα πρόσεχε, ούτε τις γουστέρες, που τρύπωναν στα χαμόκλαδα, καταπράσινες σα φρεσκοβαμμένες (Ζαχαρίας Παπαντωνίου, Τα ψηλά βουνά)
- (γενικότερα) μικρή σαύρα