σαύρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαύρα οι σαύρες
      γενική της σαύρας των σαυρών
    αιτιατική τη σαύρα τις σαύρες
     κλητική σαύρα σαύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαύρα < αρχαία ελληνική σαύρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsav.ɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ο κοκκινοκέφαλος Αγάμα των βράχων

σαύρα θηλυκό

  • (ερπετό) είδος τετράποδου ερπετού
  • (μεταφορικά) άνθρωπος κακός και πονηρός


Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]