γύμνωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γύμνωμα τα γυμνώματα
      γενική του γυμνώματος των γυμνωμάτων
    αιτιατική το γύμνωμα τα γυμνώματα
     κλητική γύμνωμα γυμνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γύμνωμα < γυμνώνω + -μα < αρχαία ελληνική γυμνόω < γυμνός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *nogʷmós < *nogʷós (γυμνός) (2. (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική stripping)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γύμνωμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]