δανάκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δανάκη οι δανάκες
      γενική της δανάκης των δανακών
    αιτιατική τη δανάκη τις δανάκες
     κλητική δανάκη δανάκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δανάκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δανάκη < αρχαία περσική دانگ (dâng, έκτος) < دانه (dâne, κόκκος, σπόρος, σπυρί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰoHnéh₂ (κόκκος, σπυρί) < *dʰeH- +‎ -*néh₂

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δᾰνᾰ́κη θηλυκό

  1. (νόμισμα, ιστορία) αρχαίο περσικό νόμισμα (με αξία περίπου ίση -λίγο μεγαλύτερη- με έναν αττικό οβολό)
  2. (νόμισμα, λαογραφία) νόμισμα που τοποθετούνταν στο στόμα ή τα μάτια του νεκρού, για να πληρωθεί ο χάρων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δᾰνᾰκα-
ονομαστική δανάκη αἱ δανάκαι
      γενική τῆς δανάκης τῶν δανακῶν
      δοτική τῇ δανάκ ταῖς δανάκαις
    αιτιατική τὴν δανάκην τὰς δανάκᾱς
     κλητική ! δανάκη δανάκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δανάκ
γεν-δοτ τοῖν  δανάκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δανάκη < (άμεσο δάνειο) αρχαία περσική دانگ (έκτος, dâng) < دانه (dâne, κόκκος, σπόρος, σπυρί) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰoHnéh₂ (κόκκος, σπυρί) < *dʰeH- +‎ -*néh₂

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δᾰνᾰ́κη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]