δημεγέρτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημεγέρτης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- δημεγερσία
- δημεγερτικά
- δημεγερτικός
- δημεγερτικώς
- → δείτε τις λέξεις δήμος και εγείρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημεγέρτης
|