διάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάζομαι < ελληνιστική κοινή διάζομαι < διά + ἄττομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]διάζομαι
- (ιδιωματικό) πριν αρχίσω να υφαίνω στον αργαλειό, τακτοποιώ το στημόνι και διευθετώ τα νήματα
- (μεταφορικά) βιάζομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διάζομαι
|