τακτοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τακτοποιώ < (μαρτυρείται από το 1855) τάξη και ποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική mettre en ordre

Ρήμα[επεξεργασία]

τακτοποιώ (παθητικό : τακτοποιούμαι)

  1. βάζω σε τάξη αντικείμενα
    Τακτοποιείστε το δωμάτιο βρε παιδιά!
  2. βάζω σε τάξη, ρυθμίζω καθημερινές μικροϋποθέσεις ή σοβαρές εκκρεμότητες
    -Σε ζητούσε ο Τάκης το πρωί. Τι θέλει πάλι; -Μην ασχολείσαι. Το τακτοποίησα
  3. εξοφλώ
    Τάσο να τακτοποιήσεις τη ΔΕΗ γιατί θα μας κόψουν το ρεύμα
  4. διορίζω κάποιον κάνοντας ρουσφέτι
    Μη σκας για τον Τάσο. Όταν δεν τον τακτοποιεί η ΝΔ τον τακτοποιεί το ΠΑΣΟΚ. Παντού έχει άκριες
  5. ησυχάζω μετά από κάποια περίοδο σχετικής αναστάτωσης ή αναζήτησης
    Τα παιδιά τακτοποιήθηκαν στο καινούργιο σπίτι ή όχι ακόμα;
    Ο γιος σου τακτοποιήθηκε ή ακόμα ψάχνει για δουλειά ο ταλαίπωρος;
  6. εξασφαλίζω σε κάποιον εργασία ή τα εφόδια, τα μέσα για να ζήσει

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]