διανεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διανεύω < ελληνιστική κοινή διανεύω < αρχαία ελληνική διά + νεύω
Ρήμα
[επεξεργασία]διανεύω
- (παρωχημένο) ποιητικός τύπος κάνω νεύμα