διαρμίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαρμίζω < αρχαία ελληνική διαρμόζω (Ι. Χατζιδάκις)
διαρμίζω < διαρρυθμίζω (Μ. Φιλήντας)

διαρμίζω

  1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω
  2. σκουπίζω (δάπεδο)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]