διασπάθιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασπάθιση οι διασπαθίσεις
      γενική της διασπάθισης* των διασπαθίσεων
    αιτιατική τη διασπάθιση τις διασπαθίσεις
     κλητική διασπάθιση διασπαθίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασπαθίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασπάθιση < διασπαθί(ζω} + -σις > -ση [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯aˈspa.θi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐σπά‐θι‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διασπάθιση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]