διασπαθίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διασπαθίζω < διά + σπαθίζω

διασπαθίζω


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]