διατρίβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διατρίβω < (αρχαιοπρεπές) αρχαία ελληνική διατρίβω < διά + τρίβω
Ρήμα
[επεξεργασία]διατρίβω
- (αρχαιοπρεπές) κατοικώ, διαμένω
- (αρχαιοπρεπές) σπαταλώ το χρόνο που διαθέτω, περνάω την ώρα μου, χρονοτριβώ
- ασχολούμαι ιδιαίτερα ή μεθοδικά με κάτι