διαυγασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]διαυγασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαυγάζω
- ξεκάθαρος, σαφής, διασαφηνισμένος
- Επανάσταση είναι η ρητή και διαυγασμένη αλλαγή των θεσμών μιας κοινωνίας, όσων φυσικά θεσμών εξαρτώνται από ρητή θέσμιση, με τη συλλογική δράση της κοινωνίας αυτής ή του μεγαλύτερου μέρους της. (Κορνήλιος Καστοριάδης, *)