διεθνοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διεθνοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος διεθνοποιώ

διεθνοποιούμαι (συνηθως στο τρίτο πρόσωπο για αφηρημένες έννοιες)

  • παίρνω διεθνείς διαστάσεις, ξεφεύγω από τα σύνορα μιας χώρας
  • το πρόβλημα του ιού έμπολα διεθνοποιήθηκε επειδή πλέον Αμερικανοι και Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να περάσει τα σύνορά τους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]