δικράνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δικράνι | τα | δικράνια |
γενική | του | δικρανιού | των | δικρανιών |
αιτιατική | το | δικράνι | τα | δικράνια |
κλητική | δικράνι | δικράνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικράνι < δικράνιον < υποκοριστικό του δίκρανον < αρχαία ελληνική δίκρανος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικράνι ουδέτερο