fourche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fourche (fr) θηλυκό

  1. το δικράνι (γεωργικό εργαλείο)
  2. διχάλα δρόμου ή οτιδήποτε έχει παρόμοιο σχήμα
  3. το ψαλίδι του ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας