διπλοεμβολιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλοεμβολιασμένος < διπλο- + εμβολιασμένος
Επίθετο
[επεξεργασία]διπλοεμβολιασμένος
- που έχει εμβολιαστεί δύο φορές με κάποιο εμβόλιο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διπλοεμβολιασμένος
|