διπλωμάτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διπλωμάτισσα < διπλωμάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διπλωμάτισσα θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του διπλωμάτης
- χρησιμοποιείται ιδιαίτερα, για τις μεταφορικές σημασίες