diplomate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
diplomate < (αναδρομικός σχηματισμός) diplomat(ique) + -e

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
diplomate diplomates

diplomate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
diplomate < diplomat- + -e

Επίρρημα

[επεξεργασία]

diplomate (eo)