δολώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δολώνω < μεσαιωνική ελληνική δολώνω < αρχαία ελληνική δολόω / δολῶ < δόλος

δολώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]